Ο Ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου στην δημιουργία Κυβερνοανθεκτικότητας - Νίκος Γεωργόπουλος
Στη σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου οι οργανισμοί εξαρτώνται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία, η κυβερνοασφάλεια έχει αναδειχθεί σε κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα. Ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου στη διαχείριση του κυβερνοκινδύνου είναι κρίσιμος, καθώς οι ευθύνες του εκτείνονται πέρα από την απλή τεχνική επίβλεψη, περιλαμβάνοντας τη στρατηγική κατεύθυνση, την ετοιμότητα, την απόκριση και την αποκατάσταση.
Στρατηγική Επίβλεψη και Διακυβέρνηση
Το Διοικητικό Συμβούλιο φέρει την ευθύνη για τον καθορισμό της στρατηγικής κατεύθυνσης της κυβερνοασφάλειας του οργανισμού. Πρέπει να αναγνωρίζει τον κυβερνοκίνδυνο ως έναν συνολικό στρατηγικό κίνδυνο για την επιχείρηση, όχι απλώς ως ένα ζήτημα πληροφορικής (ΙΤ). Η λογοδοσία για την κυβερνοασφάλεια βρίσκεται στην κορυφή του οργανισμού, καθώς οι συνέπειες ενός περιστατικού επηρεάζουν ολόκληρη την επιχείρηση. Υπάρχει πλέον η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στις ανώτατες διοικήσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, όπως πρόστιμα ή προσωρινή απαγόρευση από διοικητικές θέσεις. Είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται η ύπαρξη ενός τεκμηριωμένου πλαισίου διακυβέρνησης δεδομένων που καλύπτει την ασφάλεια, την αποθήκευση και τη διάθεση των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικά αναγνωρίσιμων πληροφοριών (PII).
Ετοιμότητα και Προετοιμασία
Ένα αποτελεσματικό Διοικητικό Συμβούλιο διασφαλίζει ότι ο οργανισμός είναι κυβερνο-έτοιμος, έχοντας αναπτύξει ολοκληρωμένα και τακτικά ελεγχόμενα σχέδια για σημαντικά κυβερνο-περιστατικά, επιχειρησιακή συνέχεια και αποκατάσταση από καταστροφές. Αυτά τα σχέδια πρέπει να καλύπτουν διάφορα γεγονότα, όχι μόνο κυβερνοεπιθέσεις. Είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλίζεται η επαρκής χρηματοδότηση και οι πόροι για τα προγράμματα κυβερνοασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε τεχνολογία, προσωπικό και ασφάλιση. Η τακτική εκπαίδευση των ανώτατων στελεχών και οι δοκιμές διείσδυσης ("penetration testing") ή οι προσομοιώσεις ("mock fire drills") είναι απαραίτητες για τη συνεχή βελτίωση των σχεδίων απόκρισης. Επιπλέον, πρέπει να αξιολογείται και να διαχειρίζεται η έκθεση σε κινδύνους που προκύπτουν από προμηθευτές και παρόχους υπηρεσιών, καθώς η ασφάλεια ενός οργανισμού είναι τόσο ισχυρή όσο ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα εφοδιασμού του.
Απόκριση σε Περιστατικά
Σε περίπτωση περιστατικού παραβίασης ασφάλειας, τα Διοικητικά Συμβούλια πρέπει να είναι έτοιμα να εμπλακούν ενεργά και να λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις γρήγορα, ακόμη και με ελλιπείς πληροφορίες. Είναι απαραίτητη μια λεπτομερής στρατηγική επικοινωνίας, δοκιμασμένη και βελτιωμένη μέσω σεναρίων, με σαφή εξουσιοδότηση εκπροσώπων και έμφαση στους πελάτες. Η επικοινωνία πρέπει να είναι ειλικρινής, σαφής, ενσυναίσθητη και έγκαιρη με όλους τους ενδιαφερόμενους – πελάτες, εργαζόμενους, ρυθμιστικές αρχές, επενδυτές και μέσα ενημέρωσης. Η διαφάνεια μπορεί να ενισχύσει την καλή θέληση με τις ρυθμιστικές αρχές. Η κατανόηση και τήρηση των νομικών και ρυθμιστικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών αναφοράς κυβερνο-περιστατικών, είναι υποχρεωτική. Τα πρόστιμα για μη συμμόρφωση μπορεί να είναι σημαντικά, όπως αυτά που προβλέπονται από τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR) της ΕΕ (έως 20 εκατ. ευρώ ή 4% του παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών) ή την Οδηγία NIS2 (έως 10 εκατ. ευρώ ή 2% του παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών). Το μέσο κόστος μιας παραβίασης δεδομένων παγκοσμίως έφτασε περίπου τα 4,88 εκατομμύρια δολάρια το 2024.
Αποκατάσταση και Βελτίωση
Μετά από ένα περιστατικό, το Διοικητικό Συμβούλιο πρέπει να επιβλέπει τη διεξαγωγή ολοκληρωμένων ανασκοπήσεων για τον εντοπισμό των βασικών αιτιών, την τεκμηρίωση των διδαγμάτων και την εφαρμογή βελτιώσεων για την πρόληψη μελλοντικών περιστατικών. Η αποκατάσταση συστημάτων και δεδομένων, καθώς και η υποστήριξη εργαζομένων και πελατών, είναι βασικές για την επαναφορά της εμπιστοσύνης και της φήμης του οργανισμού. Η επένδυση στην ασφάλιση Proactive Cyber Insurance εκτός από τις υπηρεσίες πρόληψης κυβερνοεπιθέσεων, διαχείρισης περιστατικών παραβίασης και την οικονομική προστασία μπορεί να αποτελέσει και ευνοϊκό παράγοντα για τις ρυθμιστικές αρχές και σε πιθανές δικαστικές διαμάχες. Τέλος, η οικοδόμηση μιας ειλικρινούς σχέσης με τον Chief Information Security Officer (CISO), αναγνωρίζοντάς τον ως στρατηγικό εταίρο, είναι ουσιώδης για την αποτελεσματική λειτουργία της κυβερνοασφάλειας.
Συνοψίζοντας, η αποτελεσματική διαχείριση περιστατικού παραβίασης ασφάλειας απαιτεί από το Διοικητικό Συμβούλιο να υιοθετήσει μια ολιστική προσέγγιση, διασφαλίζοντας όχι μόνο την τεχνική προστασία, αλλά και την οργανωτική ανθεκτικότητα, την υποστήριξη των ανθρώπων και τη συνεχή βελτίωση των πρακτικών.